διολισθαίνει

διολισθαίνει
διολισθάνω
slip through
pres ind mp 2nd sg
διολισθάνω
slip through
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πλανώδης — ῶδες, ΜΑ [πλάνη] μτφ. ασταθής, αβέβαιος αρχ. 1. αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί, ο περιπλανώμενος 2. (ιδίως για πυρετούς) αυτός που εμφανίζεται σε ακανόνιστους παροξυσμούς 3. (ιδίως για επιδέσμους και για τη μήτρα) αυτός που εύκολα κινείται ή… …   Dictionary of Greek

  • Λευκορωσία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΑ και Α με τη Ρωσία, Ν με την Ουκρανία, Δ με την Πολωνία και ΒΔ με τη Λιθουανία και τη Λετονία.Η Λ., Mπελαρούς στη γλώσσα των κατοίκων της, είναι μια εύφορη, σχεδόν επίπεδη χώρα, λίγο μικρότερη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”